- τάπητας
- Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ. χρησιμεύουν στα αναπτυσσόμενα μικροσπόρια και σπόρια καθώς και στα σπερματόφυτα για τη θρέψη των γυρεόκοκκων.
* * *ο / τάπης, -ητος, ΝΑ, και λόγιος τ. τάπης Ν, και τάβης, -ητος, Μ και αττ. τ. θηλ. τάπις, -ιδος, ἡ, Α1. παχύ μάλλινο υφασμάτινο κατασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την επίστρωση κυρίως τού δαπέδου, αλλά και τών επίπλων ή τών τοίχων, χαλί, στρωσίδι2. κάλυμμα κρεβατιούνεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) καθετί το οποίο μοιάζει με χαλί και χρησιμεύει για επίστρωση ενός αντικειμένου, όπως λ.χ. κάλυμμα τραπεζιού, κρεβατιού κ.ά.2. το από άσφαλτο ή άλλο υλικό επίστρωμα οδοστρώματος3. βοτ. το στρώμα τών θρεπτικών κυττάρων που βρίσκονται στο εσωτερικό τού ανθήρα και καταναλώνονται για τη θρέψη τών γυρεοκόκκων4. ζωολ. (μόνο στον τ. τάπης) γένος δίθυρων μαλακίων που απαντά σε όλες τις θάλασσες, αλλ. αχηβάδα5. βιολ. αμφιβληστροειδική ή χοριοειδική ζώνη στο εσωτερικό τού οφθαλμού ορισμένων ζώων η οποία ανακλά το φως σαν καθρέφτης, λόγω τής παρουσίας μαργαρωδών συνδετικών ινών ή κυττάρων γεμάτων με κρυστάλλους γουανίνης6. φρ. α) «χειροποίητοι τάπητες» — τάπητες που υφαίνονται με το χέρι σε οριζόντιο ή σε όρθιο αργαλειό ή και σε αργαλειό με κυλίστρα, χαρακτηριστικό τών οποίων είναι ένας συγκεκριμένος τύπος κόμβου ύφανσης, καθώς και το πλήθος τών σειρών κόμβων που περιλαμβάνονται ανά μέτρο τού τάπηταβ) «φυσικός τάπητας»(βιογεωγρ.) κλειστός ποώδης φυτικός σχηματισμός ο οποίος καλύπτει το έδαφοςγ) «το ζήτημα τέθηκε επί τάπητος»μτφ. το ζήτημα τέθηκε για συζήτησηαρχ.επικάλυμμα καθισμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η λ. τάπ-ης (πρβλ. λέβης) όσο και η λ. τάπ-ις (πρβλ. κάλπ-ις) είναι ανατολικά δάνεια άγνωστης προέλευσης. Κατά μία άποψη, οι τ. είναι ιρανικής προέλευσης (πρβλ. περσ. tābaδ), ενώ, κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια από τη Μικρά Ασία. Τη λ. τάπης, από την Ελληνική, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tapēte, -um), από όπου και οι υπόλοιπες λατινογενείς και άλλες γλώσσες (πρβλ. ιταλ. tappēto, γαλλ. tapis, γερμ. Tapete)].
Dictionary of Greek. 2013.